- εργωνία
- ἐργωνία, ἡ (Α)εργολαβία, εργοληψία.[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον + ωνία (< ώνιος < ωνούμαι «αγοράζω»). Πρβλ. ισ-ωνία, παν-ωνία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐργωνίας — ἐργωνίᾱς , ἐργωνία fem acc pl ἐργωνίᾱς , ἐργωνία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)